Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄρηρα
ἀρηρομένος
Ἄρης
Ἀρησιών
ἀρήτειρα
ἀρητεύω
ἀρητήρ
ἀρητήριον
ἀρητός
ἀρητυμένος
ἄρθεν
ἄρθεος
ἀρθμέω
ἄρθμιος
ἀρθμός
ἀρθρέμβολέω
ἀρθρεμβόλησις
ἀρθρέμβολον
ἀρθρίδιον
ἀρθρικός
ἀρθριτικός
View word page
ἄρθεν
ἄρθεν,
A). v. ἀραρίσκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄρθεν
Headword (normalized):
ἄρθεν
Headword (normalized/stripped):
αρθεν
IDX:
14998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄρθεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀραρίσκω.</span> </div> </div><br><br>'}