Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρεσκευτικός
ἀρεσκόντως
ἄρεσκος
ἀρέσκω
ἀρέσμιον
ἀρεστέον
ἀρεστήρ
ἀρεστήριος
ἀρεστής
ἀρεστός
ἀρέσχαι
ἀρεταίνω
ἀρέταιχμος
ἀρεταλογία
ἀρεταλόγος
ἀρετάω
ἀρετή
ἀρετηφόρος
ἀρετίδιον
ἀρετόομαι
ἀρή
View word page
ἀρέσχαι
ἀρέσχαι· κλήματα, βότρυες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρέσχαι
Headword (normalized):
ἀρέσχαι
Headword (normalized/stripped):
αρεσχαι
IDX:
14961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14962
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρέσχαι·</span> <span class="foreign greek">κλήματα, βότρυες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}