Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄδρεπτος
ἁδρέω
Ἀδρίας
ἀδρανανικός
ἀδρανατικός
ἄδριμυς
ἁδρόβωλος
ἁδρογραφία
ἁδροκέφαλος
ἁδρομερής
Ἀδρόμιος
ἁδρόμισθος
ἄδρομος
ἁδρόομαι
ἁδροπόρος
ἁδρός
ἀδροσία
ἁδροσύνη
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
ἁδρόχωροι
View word page
Ἀδρόμιος
Ἀδρόμιος, sc. μήν, month at Halos, IG 9(2).109a6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἀδρόμιος
Headword (normalized):
ἀδρόμιος
Headword (normalized/stripped):
αδρομιος
IDX:
1494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1495
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἀδρόμιος</span>, sc. <span class="foreign greek">μήν</span>, month at Halos, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(2).109a6 </span>.</div><br><br>'}