Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρέϊνος
Ἀρειοπαγίτης
Ἄρειος
Ἄρειος
ἀρειότερος
Ἀρείτολμος
Ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγίτης
Ἄρεος
ἀρέσαι
ἀρεσίπονον
ἄρεσις
ἀρέσκεια
ἀρέσκευμα
ἀρεσκεύομαι
ἀρεσκευτικός
ἀρεσκόντως
ἄρεσκος
View word page
Ἀρεοπαγίτης
Ἀρεοπαγίτης, ου, ,
A). v. Ἄρειος πάγος.


ShortDef

Areopagite

Debugging

Headword:
Ἀρεοπαγίτης
Headword (normalized):
ἀρεοπαγίτης
Headword (normalized/stripped):
αρεοπαγιτης
IDX:
14943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14944
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἀρεοπαγίτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ἄρειος πάγος.</span> </div> </div><br><br>'}