Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρειάω
Ἀρειθύσανος
Ἀρεϊκός
Ἀρειμανής
Ἀρειμάνιος
Ἀρειμανιότης
ἀρέϊνος
Ἀρειοπαγίτης
Ἄρειος
Ἄρειος
ἀρειότερος
Ἀρείτολμος
Ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγίτης
Ἄρεος
ἀρέσαι
ἀρεσίπονον
ἄρεσις
View word page
ἀρειότερος
ἀρειότερος [ᾰ], prob.
A). = ἀρείων , Thgn. 548 , etc.; cf. Ἄρειος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρειότερος
Headword (normalized):
ἀρειότερος
Headword (normalized/stripped):
αρειοτερος
IDX:
14937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14938
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρειότερος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀρείων</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thgn.</span> 548 </span>, etc.; cf. <span class="foreign greek">Ἄρειος.</span> </div> </div><br><br>'}