Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄρδω
Ἀρέθουσα
ἀρειά
ἀρειάω
Ἀρειθύσανος
Ἀρεϊκός
Ἀρειμανής
Ἀρειμάνιος
Ἀρειμανιότης
ἀρέϊνος
Ἀρειοπαγίτης
Ἄρειος
Ἄρειος
ἀρειότερος
Ἀρείτολμος
Ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγίτης
Ἄρεος
View word page
Ἀρειοπαγίτης
Ἀρειο-πᾰγίτης, Ἀρειό-πᾰγος,
A). v. Ἄρειος πάγος.


ShortDef

Areopagite, of the Areopagus

Debugging

Headword:
Ἀρειοπαγίτης
Headword (normalized):
ἀρειοπαγίτης
Headword (normalized/stripped):
αρειοπαγιτης
IDX:
14934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14935
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἀρειο-πᾰγίτης</span>, <span class="orth greek">Ἀρειό-πᾰγος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ἄρειος πάγος.</span> </div> </div><br><br>'}