Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρδμός
ἀρδρομηκιαῖος
ἄρδω
Ἀρέθουσα
ἀρειά
ἀρειάω
Ἀρειθύσανος
Ἀρεϊκός
Ἀρειμανής
Ἀρειμάνιος
Ἀρειμανιότης
ἀρέϊνος
Ἀρειοπαγίτης
Ἄρειος
Ἄρειος
ἀρειότερος
Ἀρείτολμος
Ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
View word page
Ἀρειμανιότης
Ἀρει-μᾰνιότης, ητος, , opp. ἀψυχία, Stob. 2.7.25 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἀρειμανιότης
Headword (normalized):
ἀρειμανιότης
Headword (normalized/stripped):
αρειμανιοτης
IDX:
14932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14933
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἀρει-μᾰνιότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, opp. <span class="foreign greek">ἀψυχία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 2.7.25 </span>.</div><br><br>'}