Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρδάνιον
ἀρδεία
ἀρδεύσιμος
ἄρδευσις
ἀρδευτέον
ἀρδευτής
ἀρδευτός
ἀρδεύω
ἀρδηθμός
ἄρδην
ἀρδικός
ἀρδιοθήρα
ἄρδις
ἀρδμός
ἀρδρομηκιαῖος
ἄρδω
Ἀρέθουσα
ἀρειά
ἀρειάω
Ἀρειθύσανος
Ἀρεϊκός
View word page
ἀρδικός
ἀρδικός· φαρέτρα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρδικός
Headword (normalized):
ἀρδικός
Headword (normalized/stripped):
αρδικος
IDX:
14919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14920
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρδικός·</span> <span class="foreign greek">φαρέτρα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}