Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀργυροπράτης
ἀργυρόπρυμνον
ἀργυρόριζος
ἀργυρόρρυτος
ἀργυρορυχή
ἄργυρος
ἀργυροσκόπος
ἀργυροστερής
ἀργυροταμεία
ἀργυροταμίας
ἀργυροταμιευτικός
ἀργυροταμιεύω
ἀργυροτέχνης
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροτράπεζα
ἀργυροτρύφημα
ἀργυροφάλαρος
ἀργυροφεγγής
ἀργύροφλεψ
ἀργυροχάλινος
View word page
ἀργυροταμιευτικός
ἀργῠρο-τᾰμιευτικός
,
ή
,
όν
,
A).
controlled by the treasurer,
χρήματα
IG
9(1).144
(Elatea, ii A.D.).
ShortDef
controlled by the treasurer
Debugging
Headword:
ἀργυροταμιευτικός
Headword (normalized):
ἀργυροταμιευτικός
Headword (normalized/stripped):
αργυροταμιευτικος
IDX:
14878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14879
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀργῠρο-τᾰμιευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">controlled by the treasurer,</span> <span class="quote greek">χρήματα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(1).144 </span> (Elatea, ii A.D.).</div> </div><br><br>'}