Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀργῆς
ἀργηστής
ἀργία
ἀργιβόειος
ἀργιβρέντας
ἀργικέραυνος
ἀργικέρως
ἀργικός
ἀργιλιπής
ἄργιλλα
ἀργίλληψιν
ἄργιλλος
ἀργιλλοφόρητος
ἀργιλλώδης
ἀργιλόεις
ἀργίλοφος
ἀργιμήτας
ἀργινεφής
ἀργινόεις
ἀργιόδους
ἄργιον
View word page
ἀργίλληψιν
ἀργίλληψιν·
γῆ μὴ βλαστάνουσά τι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀργίλληψιν
Headword (normalized):
ἀργίλληψιν
Headword (normalized/stripped):
αργιλληψιν
IDX:
14787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14788
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀργίλληψιν·</span> <span class="foreign greek">γῆ μὴ βλαστάνουσά τι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}