ἀργεννός,
ή,
όν, Aeol. for
ἀργός, A). white, in
Hom. almost always of sheep,
ἀργεννῇς ὀΐεσσι Il. 6.424 , etc.; of woollen cloths,
ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσι 3.141 ; later,
ἀ. μόσχοι E. IA 574 (lyr.);
κρίνη Chaerem. 8 , cf.
AP 9.384.11 ;
ὀθόναι ib.
5.259 (Paul. Sil.);
σέλα ib.
9.46 (Antip. Thess.);
γαῖα Opp. H. 1.795 .