Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρατήριον
ἀρατικός
ἀρατός
ἄρατρον
Ἀράτυος
ἀράχιδνα
ἀραχναῖος
ἀραχνάομαι
ἀράχνη
ἀραχνήεις
ἀράχνηκες
ἀράχνης
ἀραχνικός
ἀράχνιον
ἀραχνιόω
ἀραχνιώδης
ἀραχνοειδής
ἄραχνος
ἀραχνοϋφής
ἀραχνώδης
ἄραχος
View word page
ἀράχνηκες
ἀράχν-ηκες·
ἀράχναι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀράχνηκες
Headword (normalized):
ἀράχνηκες
Headword (normalized/stripped):
αραχνηκες
IDX:
14723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14724
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀράχν-ηκες·</span> <span class="foreign greek">ἀράχναι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}