Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἅδος
ἇδοϲ
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ἀδουσιασάμενοι
ἀδραία
ἀδράνεια
ἀδράνεος
ἀδρανέω
ἀδρανής
ἀδρανίζομαι
Ἀδράστεια
ἄδραστος
ἄδρατος
ἀδράφαξυς
View word page
ἀδουσιασάμενοι
ἀδουσιασάμενοι· ὁμολογησάμενοι, and ἀδούσιον· ἀρεστόν, σύμφωνον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδουσιασάμενοι
Headword (normalized):
ἀδουσιασάμενοι
Headword (normalized/stripped):
αδουσιασαμενοι
IDX:
1471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1472
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδουσιασάμενοι·</span> <span class="foreign greek">ὁμολογησάμενοι</span>, and <span class="orth greek">ἀδούσιον·</span> <span class="foreign greek">ἀρεστόν, σύμφωνον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}