Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀραβοτοξότης
ἀραβύλη
ἀραβών
ἀράγδην
ἀράγειν
ἄραγμα
ἀραγμός
ἀραδ<ής>ει
ἀρᾳδιούργητος
ἄραδος
ἀράδους
ἀράζω
ἀράη
ἀραιά
ἀραιάκις
ἀραιόδους
ἀραιόθριξ
ἀραιόπορος
ἀραῖος
ἀραιός
ἀραιόσαρκος
View word page
ἀράδους
ἀράδους· βλαβεράς, λεπτάς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀράδους
Headword (normalized):
ἀράδους
Headword (normalized/stripped):
αραδους
IDX:
14663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14664
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀράδους·</span> <span class="foreign greek">βλαβεράς, λεπτάς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}