Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀραβίδες
ἀραβίς
ἄραβος
ἀραβοτοξότης
ἀραβύλη
ἀραβών
ἀράγδην
ἀράγειν
ἄραγμα
ἀραγμός
ἀραδ<ής>ει
ἀρᾳδιούργητος
ἄραδος
ἀράδους
ἀράζω
ἀράη
ἀραιά
ἀραιάκις
ἀραιόδους
ἀραιόθριξ
ἀραιόπορος
View word page
ἀραδ<ής>ει
ἀραδ<ής>ει· θορυβήσει, ταράξει, and ἀράδηται· κεκόνηται (prob. -κίν-), συγκέχυται, Hsch.; cf. ἄραδος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀραδ<ής>ει
Headword (normalized):
ἀραδ<ής>ει
Headword (normalized/stripped):
αραδ<ης>ει
IDX:
14660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14661
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀραδ&lt;ής&gt;ει·</span> <span class="foreign greek">θορυβήσει, ταράξει,</span> and <span class="orth greek">ἀράδηται·</span> <span class="foreign greek">κεκόνηται</span> (prob. <span class="foreign greek">-κίν-</span>)<span class="foreign greek">, συγκέχυται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἄραδος.</span> </div><br><br>'}