Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπωσικύματος
ἄπωσις
ἀπωσμός
ἀπωστέον
ἀπώστης
ἀπωστικός
ἀπωστός
ἀπωτάτω
ἀπώτερος
ἀπωτέρω
ἀπωτέρως
ἄπωτος
ἀπωχραίνω
ἄρ
ἄρα1
ἆρα2
ἀρά
Ἀραβάρχης
Ἀραβαρχία
ἄραβδος
ἀράβδωτος
View word page
ἀπωτέρως
ἀπωτέρως, = foreg., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπωτέρως
Headword (normalized):
ἀπωτέρως
Headword (normalized/stripped):
απωτερως
IDX:
14635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14636
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπωτέρως</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}