Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἅδος
ἅδος
ἇδοϲ
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ἀδουσιασάμενοι
ἀδραία
View word page
ἇδοϲ
ἇδος, ἁδοσύνη, Dor. for ἧδος, ἡδοσύνη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἇδοϲ
Headword (normalized):
ἇδος
Headword (normalized/stripped):
αδος
IDX:
1462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1463
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἇδος</span>, <span class="orth greek">ἁδοσύνη</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἧδος, ἡδοσύνη</span>.</div><br><br>'}