Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπτερύσσομαι
ἀπτέρωτος
ἀπτήν
ἁπτικός
ἄπτιλος
ἄπτιστος
ἀπτοεπής
ἀπτόητος
ἀπτολέμιστος
ἀπτόλεμος
ἄπτορος
ἁπτός
ἅπτρα
ἄπτυστος
ἅπτω
ἁπτώδιον
ἀπτώξ
ἀπτώς
ἄπτωτος
ἀπύ
ἄπυγος
View word page
ἄπτορος
ἄπτορος· ἰσόπτερος, Hsch. (leg. ἄπτερος).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄπτορος
Headword (normalized):
ἄπτορος
Headword (normalized/stripped):
απτορος
IDX:
14564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14565
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄπτορος·</span> <span class="foreign greek">ἰσόπτερος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">ἄπτερος</span>).</div><br><br>'}