ἁπτικός
ἁπτικός, ή, όν,(ἅπτομαι)
2). abs., τὴν ἁ. αἴσθησιν the sense of touch, de An. 413b9 , cf. Pr.Praef.; τὸ ἁ. de An. 415a3 ; γλῶττα ἁπτικωτάτη most sensitive to touch, PA 660a21 . Adv. -κῶς in Alc. p.40C.
3). of medicines, acting on, c. gen., τοῦ νευρώδους . 2.179