Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπροφανής
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
ἀπροφώνητος
ἀπρόχωστος
ἀπρυτάνευτος
ἀπταισία
ἄπταιστος
ἀπτάν
ἀπταντίτας
ἁπτέον
ἀπτερέως
ἄπτερος
ἀπτέρυγος
ἀπτερύομαι
ἀπτερύσσομαι
ἀπτέρωτος
ἀπτήν
ἁπτικός
ἄπτιλος
View word page
ἀπταντίτας
ἀπταντίτας, derived from ἀπτάν,
A). = πένης, τιτάν , = παιδεραστής , Hsch. ἀπταρύσσεται· πέτεται, Id.; cf. ἀπτερύσσομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπταντίτας
Headword (normalized):
ἀπταντίτας
Headword (normalized/stripped):
απταντιτας
IDX:
14548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14549
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπταντίτας</span>, derived from <span class="foreign greek">ἀπτάν,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πένης, τιτάν</span> , = <span class="ref greek">παιδεραστής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀπταρύσσεται·</span> <span class="foreign greek">πέτεται,</span> Id.; cf. <span class="foreign greek">ἀπτερύσσομαι.</span> </div> </div><br><br>'}