Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπρόστατος
ἀπροστίμητος
ἀπρόστομος
ἀπρόστυχος
ἀπρόσφιλος
ἀπρόσφορος
ἀπροσφυής
ἀπρόσφυλος
ἀπροσφωνητί
ἀπροσφώνητος
ἀπρόσχημος
ἀπρόσχωρος
ἀπρόσψαυστος
ἀπροσωπόληπτος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίελπτος
ἀπροτίμαστος
ἀπροτιόπιστος
ἀπροτίοπτος
ἀπροφανής
ἀπροφάσιστος
View word page
ἀπρόσχημος
ἀπρόσχημος
, =
A).
aequiformis,
of verses, Diom. p. 498K.
ShortDef
aequiformis
Debugging
Headword:
ἀπρόσχημος
Headword (normalized):
ἀπρόσχημος
Headword (normalized/stripped):
απροσχημος
IDX:
14529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14530
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρόσχημος</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">aequiformis,</span> of verses, Diom. p. 498K.</div> </div><br><br>'}