Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπρόσπταιστος
ἀπροσπτωσία
ἀπρόσρητος
ἀπροστασίαστος
ἀπροστασίου
ἀπροστάτευτος
ἀπροστάτητος
ἀπρόστατος
ἀπροστίμητος
ἀπρόστομος
ἀπρόστυχος
ἀπρόσφιλος
ἀπρόσφορος
ἀπροσφυής
ἀπρόσφυλος
ἀπροσφωνητί
ἀπροσφώνητος
ἀπρόσχημος
ἀπρόσχωρος
ἀπρόσψαυστος
ἀπροσωπόληπτος
View word page
ἀπρόστυχος
ἀπρόστυχος,
A). gloss on ἄσιμος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπρόστυχος
Headword (normalized):
ἀπρόστυχος
Headword (normalized/stripped):
απροστυχος
IDX:
14522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρόστυχος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἄσιμος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}