Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπρόσοπτος
ἀπροσόρατος
ἀπροσόρμιστος
ἀπροσπαθής
ἀπροσπέλαστος
ἀπρόσπληστος
ἀπρόσπλοκος
ἀπροσποίητος
ἀπρόσπταιστος
ἀπροσπτωσία
ἀπρόσρητος
ἀπροστασίαστος
ἀπροστασίου
ἀπροστάτευτος
ἀπροστάτητος
ἀπρόστατος
ἀπροστίμητος
ἀπρόστομος
ἀπρόστυχος
View word page
ἀπρόσπταιστος
ἀπρός-πταιστος, ον,
A). = ἀπρόσκοπος (A), Hp. Ep. 17 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπρόσπταιστος
Headword (normalized):
ἀπρόσπταιστος
Headword (normalized/stripped):
απροσπταιστος
IDX:
14512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14513
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρός-πταιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀπρόσκοπος</span> (A), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg055:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg055:17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.</span> 17 </a>.</div> </div><br><br>'}