Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπρόσμικτος
ἀπροσόδευτος
ἀπρόσοδος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπρόσοπτος
ἀπροσόρατος
ἀπροσόρμιστος
ἀπροσπαθής
ἀπροσπέλαστος
ἀπρόσπληστος
ἀπρόσπλοκος
ἀπροσποίητος
ἀπρόσπταιστος
ἀπροσπτωσία
ἀπρόσρητος
ἀπροστασίαστος
ἀπροστασίου
ἀπροστάτευτος
ἀπροστάτητος
ἀπρόστατος
View word page
ἀπρόσπληστος
ἀπρός-πληστος
, = foreg.,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπρόσπληστος
Headword (normalized):
ἀπρόσπληστος
Headword (normalized/stripped):
απροσπληστος
IDX:
14509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14510
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρός-πληστος</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}