Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπρόσκοπτος
ἀπροσκορής
ἀπρόσκρουστος
ἀπρόσληπτος
ἀπρόσλογος
ἀπρόσμαχος
ἀπροσμηχάνητος
ἀπροσμήχανος
ἀπροσμιγής
ἀπρόσμικτος
ἀπροσόδευτος
ἀπρόσοδος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπρόσοπτος
ἀπροσόρατος
ἀπροσόρμιστος
ἀπροσπαθής
ἀπροσπέλαστος
ἀπρόσπληστος
ἀπρόσπλοκος
View word page
ἀπροσόδευτος
ἀπρος-όδευτος
,
ον
,
A).
not turned to profit
,
JHS
38.188
(Iconium, dub.).
ShortDef
not turned to profit
Debugging
Headword:
ἀπροσόδευτος
Headword (normalized):
ἀπροσόδευτος
Headword (normalized/stripped):
απροσοδευτος
IDX:
14500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14501
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρος-όδευτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not turned to profit</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">JHS</span> 38.188 </span> (Iconium, dub.).</div> </div><br><br>'}