Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπροσηνής
ἀπροσθετέω
ἀπρόσθετος
ἀπρόσθικτος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπροσκαίρως
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπροσκόλλητος
ἀπροσκοπεῖν
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπτος
ἀπροσκορής
ἀπρόσκρουστος
ἀπρόσληπτος
ἀπρόσλογος
ἀπρόσμαχος
ἀπροσμηχάνητος
ἀπροσμήχανος
View word page
ἀπροσκοπεῖν
ἀπροσκοπεῖν· μὴ προορᾶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπροσκοπεῖν
Headword (normalized):
ἀπροσκοπεῖν
Headword (normalized/stripped):
απροσκοπειν
IDX:
14487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14488
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπροσκοπεῖν·</span> <span class="foreign greek">μὴ προορᾶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}