Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπρόσειλος
ἀπροσεκτέω
ἀπρόσεκτος
ἀπροσέλευστος
ἀπροσεξία
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπροσηνής
ἀπροσθετέω
ἀπρόσθετος
ἀπρόσθικτος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπροσκαίρως
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπροσκόλλητος
ἀπροσκοπεῖν
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπτος
View word page
ἀπρόσθικτος
ἀπρός-θικτος
,
ον
,
A).
untouched, not to be touched,
Hsch.
s.v.
ἀπροτίμαστος.
ShortDef
untouched, not to be touched
Debugging
Headword:
ἀπρόσθικτος
Headword (normalized):
ἀπρόσθικτος
Headword (normalized/stripped):
απροσθικτος
IDX:
14480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14481
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρός-θικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">untouched, not to be touched,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀπροτίμαστος.</span> </div> </div><br><br>'}