Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπρόσβλητον
ἀπροσδεής
ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδιόριστος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσδοκία
ἀπροσέγγιστος
ἀπρόσειλος
ἀπροσεκτέω
ἀπρόσεκτος
ἀπροσέλευστος
ἀπροσεξία
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπροσηνής
ἀπροσθετέω
ἀπρόσθετος
ἀπρόσθικτος
View word page
ἀπρόσειλος
ἀπρός-ειλος,
A). unsunned, E. Fr. 845 .


ShortDef

unsunned

Debugging

Headword:
ἀπρόσειλος
Headword (normalized):
ἀπρόσειλος
Headword (normalized/stripped):
απροσειλος
IDX:
14470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρός-ειλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unsunned,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 845 </span>.</div> </div><br><br>'}