Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄπροπον
ἀπροπτωσία
ἀπρόπτωτος
ἀπρόρρητος
ἀπροσαγόρευτος
ἀπροσάρμοστος
ἀπροσάρτητος
ἀπροσαύδητος
ἀπρόσβατος
ἀπρόσβλεπτος
ἀπρόσβλητον
ἀπροσδεής
ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδιόριστος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσδοκία
ἀπροσέγγιστος
ἀπρόσειλος
View word page
ἀπρόσβλητον
ἀπρός-βλητον· γενναῖον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπρόσβλητον
Headword (normalized):
ἀπρόσβλητον
Headword (normalized/stripped):
απροσβλητον
IDX:
14460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14461
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρός-βλητον·</span> <span class="foreign greek">γενναῖον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}