Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπροπετία
ἄπροπον
ἀπροπτωσία
ἀπρόπτωτος
ἀπρόρρητος
ἀπροσαγόρευτος
ἀπροσάρμοστος
ἀπροσάρτητος
ἀπροσαύδητος
ἀπρόσβατος
ἀπρόσβλεπτος
ἀπρόσβλητον
ἀπροσδεής
ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδιόριστος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσδοκία
ἀπροσέγγιστος
View word page
ἀπρόσβλεπτος
ἀπρός-βλεπτος, ον,
A). not to be looked at, EM 433.49 .


ShortDef

not to be looked at

Debugging

Headword:
ἀπρόσβλεπτος
Headword (normalized):
ἀπρόσβλεπτος
Headword (normalized/stripped):
απροσβλεπτος
IDX:
14459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14460
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρός-βλεπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not to be looked at,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 433.49 </span>.</div> </div><br><br>'}