Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπρονοητέω
ἀπρονόητος
ἀπρονόμευτος
ἀπρόξενος
ἀπροξίς
ἀπρόοδος
ἀπροοιμίαστος
ἀπρόοπτος
ἀπροόρατος
ἀπροπετία
ἄπροπον
ἀπροπτωσία
ἀπρόπτωτος
ἀπρόρρητος
ἀπροσαγόρευτος
ἀπροσάρμοστος
ἀπροσάρτητος
ἀπροσαύδητος
ἀπρόσβατος
ἀπρόσβλεπτος
ἀπρόσβλητον
View word page
ἄπροπον
ἄπροπον· ἀπρεπές, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄπροπον
Headword (normalized):
ἄπροπον
Headword (normalized/stripped):
απροπον
IDX:
14450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14451
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄπροπον·</span> <span class="foreign greek">ἀπρεπές,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}