Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπρόκοπος
ἀπροκρίτως
ἀπρόληπτος
ἀπρομήθεια
ἀπρομήθευτος
ἀπρομήθης
ἀπρομήθητος
ἀπρονοησία
ἀπρονοητέω
ἀπρονόητος
ἀπρονόμευτος
ἀπρόξενος
ἀπροξίς
ἀπρόοδος
ἀπροοιμίαστος
ἀπρόοπτος
ἀπροόρατος
ἀπροπετία
ἄπροπον
ἀπροπτωσία
ἀπρόπτωτος
View word page
ἀπρονόμευτος
ἀπρονόμευτος·
οὐ πρυτανευθείς· ἀπρονομή
(sic)
γὰρ ἡ ἐπὶ τῆς χώρας ἁρπαγή,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπρονόμευτος
Headword (normalized):
ἀπρονόμευτος
Headword (normalized/stripped):
απρονομευτος
IDX:
14442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14443
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρονόμευτος·</span> <span class="foreign greek">οὐ πρυτανευθείς· ἀπρονομή</span> (sic) <span class="foreign greek">γὰρ ἡ ἐπὶ τῆς χώρας ἁρπαγή,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}