Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπροϊδής
ἄπροικος
ἀπρόϊτος
ἀπροκάλυπτος
ἀπροκατασκεύαστος
ἀπροκοπία
ἀπρόκοπος
ἀπροκρίτως
ἀπρόληπτος
ἀπρομήθεια
ἀπρομήθευτος
ἀπρομήθης
ἀπρομήθητος
ἀπρονοησία
ἀπρονοητέω
ἀπρονόητος
ἀπρονόμευτος
ἀπρόξενος
ἀπροξίς
ἀπρόοδος
ἀπροοιμίαστος
View word page
ἀπρομήθευτος
ἀπρομήθ-ευτος
,
ον
, later form for
ἀπρομήθητος.
Adv.
A).
-τως
Suid.
s.v.
ἀφειδῶς.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπρομήθευτος
Headword (normalized):
ἀπρομήθευτος
Headword (normalized/stripped):
απρομηθευτος
IDX:
14436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14437
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρομήθ-ευτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, later form for <span class="foreign greek">ἀπρομήθητος.</span> Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">-τως</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀφειδῶς.</span> </div> </div><br><br>'}