Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπροαιρεσία
ἀπροαίρετος
ἀπρόβατος
ἀπρόβολος
ἀπροβουλευσία
ἀπροβούλευτος
ἀπροβουλία
ἀπρόβουλος
ἀπρόγραφος
ἀπροδιηγήτως
ἀπρόδικος
ἀπρόεδρος
ἀπρόθεσμος
ἀπροθέτως
ἀπροθυμία
ἀπρόθυμος
ἀπροϊδής
ἄπροικος
ἀπρόϊτος
ἀπροκάλυπτος
ἀπροκατασκεύαστος
View word page
ἀπρόδικος
ἀπρό-δῐκος, ον,
A). without preliminary trial, [δίκα] GDI 5017 (Gortyn).


ShortDef

without preliminary trial

Debugging

Headword:
ἀπρόδικος
Headword (normalized):
ἀπρόδικος
Headword (normalized/stripped):
απροδικος
IDX:
14420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14421
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρό-δῐκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without preliminary trial,</span> [<span class="foreign greek">δίκα</span>] <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 5017 </span> (Gortyn).</div> </div><br><br>'}