Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπρίωτος
ἀπροαιρεσία
ἀπροαίρετος
ἀπρόβατος
ἀπρόβολος
ἀπροβουλευσία
ἀπροβούλευτος
ἀπροβουλία
ἀπρόβουλος
ἀπρόγραφος
ἀπροδιηγήτως
ἀπρόδικος
ἀπρόεδρος
ἀπρόθεσμος
ἀπροθέτως
ἀπροθυμία
ἀπρόθυμος
ἀπροϊδής
ἄπροικος
ἀπρόϊτος
ἀπροκάλυπτος
View word page
ἀπροδιηγήτως
ἀπρο-διηγήτως, Adv.,(διηγέομαι)
A). without preface, Tz. Proll.Hes. 10 .


ShortDef

without preface

Debugging

Headword:
ἀπροδιηγήτως
Headword (normalized):
ἀπροδιηγήτως
Headword (normalized/stripped):
απροδιηγητως
IDX:
14419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14420
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπρο-διηγήτως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">διηγέομαι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without preface,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Proll.Hes.</span> 10 </span>.</div> </div><br><br>'}