Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Ἀπραγόπολις
ἄπραγος
ἀπρακτέω
ἄπρακτος
ἀπραξία
ἀπρασία
ἄπρατος
ἀπρέπεια
ἀπρεπής
ἄπρηκτος
ἄπρητον
ἀπρήϋντος
ἀπριάτην
ἄπριγδα
ἀπριγδόπληκτος
ἀπρίξ
ἄπριστος
ἀπρίωτος
ἀπροαιρεσία
ἀπροαίρετος
ἀπρόβατος
View word page
ἄπρητον
ἄπρητον·
ἀφλόγιστον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄπρητον
Headword (normalized):
ἄπρητον
Headword (normalized/stripped):
απρητον
IDX:
14402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14403
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄπρητον·</span> <span class="foreign greek">ἀφλόγιστον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}