Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπόχρεμψις
ἀποχρεόντως
ἀποχρέω
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρηστικῶς
ἀποχριμφθέντα
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρωμένως
ἀποχρώννυμι
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
ἀποχυλόω
ἀπόχυμα
ἀποχύνω
ἀποχυρόω
ἀπόχυσις
View word page
ἀποχρωμένως
ἀποχρωμένως
,
A).
=
ἀποχρώντως
, dub. in
Phld.
Rh.
2.87S.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποχρωμένως
Headword (normalized):
ἀποχρωμένως
Headword (normalized/stripped):
αποχρωμενως
IDX:
14323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14324
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποχρωμένως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀποχρώντως</span> , dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 2.87S. </span> </div> </div><br><br>'}