Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρεόντως
ἀποχρέω
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρηστικῶς
ἀποχριμφθέντα
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρωμένως
ἀποχρώννυμι
ἀποχρώντως
ἀπόχρωσις
ἀποχυλίζω
ἀποχύλισμα
ἀποχυλόω
ἀπόχυμα
View word page
ἀποχριμφθέντα
ἀποχριμφθέντα· ἀποχωρισθέντα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποχριμφθέντα
Headword (normalized):
ἀποχριμφθέντα
Headword (normalized/stripped):
αποχριμφθεντα
IDX:
14320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14321
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποχριμφθέντα·</span> <span class="foreign greek">ἀποχωρισθέντα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}