Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόχοον
ἀποχορτάζω
ἄποχος
ἀποχραίνω
ἀπόχρανος
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρεόντως
ἀποχρέω
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρηστικῶς
ἀποχριμφθέντα
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρωμένως
ἀποχρώννυμι
ἀποχρώντως
View word page
ἀποχρέω
ἀποχρέω, ἀπό-χρη,
A). v. ἀποχράω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποχρέω
Headword (normalized):
ἀποχρέω
Headword (normalized/stripped):
αποχρεω
IDX:
14315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14316
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποχρέω</span>, <span class="orth greek">ἀπό-χρη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀποχράω.</span> </div> </div><br><br>'}