Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποχοίρωσις
ἀπόχοον
ἀποχορτάζω
ἄποχος
ἀποχραίνω
ἀπόχρανος
ἀποχράω
ἀπόχρεμμα
ἀποχρέμπτομαι
ἀπόχρεμψις
ἀποχρεόντως
ἀποχρέω
ἀποχρηματίζω
ἀποχρήματος
ἀπόχρησις
ἀποχρηστικῶς
ἀποχριμφθέντα
ἀποχρίω
ἀποχρυσόω
ἀποχρωμένως
ἀποχρώννυμι
View word page
ἀποχρεόντως
ἀποχρεόντως,
A). v. ἀποχρώντως.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποχρεόντως
Headword (normalized):
ἀποχρεόντως
Headword (normalized/stripped):
αποχρεοντως
IDX:
14314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14315
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποχρεόντως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀποχρώντως.</span> </div> </div><br><br>'}