ἀποχετεύω
ἀποχετ-εύω,
A). draw off water by a canal, Lg. 736b :— Pass., ὥσπερ ῥεῦμα ἀπωχετευμένον R. 485d , cf. Pr. 867b13 , :— Med., metaph., 12.2 Πλάτων ἀπὸ τοῦ Ὁμηρικοῦ νάματος εἰς αὑτὸν μυρίας παρατροπὰς -σάμενος :—so in Act., 'canalize', 13.3 τὴν Ὁμήρου ποίησιν Or. 2.51a .
2). metaph., ἀ. τὸ βάσκανον . 2.485e