Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
ἀποφλύζω
ἀπόφλω
ἀποφοβέομαι
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιβάομαι
ἀποφοιτάω
ἀποφοίτησις
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφορέω
ἀποφόρησις
ἀποφόρητος
ἀπόφορος
ἀποφορτίζομαι
ἀποφορτισμός
View word page
ἀποφοιβάομαι
ἀποφοιβάομαι
, = foreg.,
PMag.Par.
1.738
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποφοιβάομαι
Headword (normalized):
ἀποφοιβάομαι
Headword (normalized/stripped):
αποφοιβαομαι
IDX:
14235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14236
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποφοιβάομαι</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.738 </span>.</div><br><br>'}