Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλάσαι
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
ἀπόφλησις
ἀποφλογίζω
ἀποφλογόομαι
ἀποφλοιόω
View word page
ἀποφλάσαι
ἀποφλάσαι· ῥογχάσαι (Cret., Sam.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποφλάσαι
Headword (normalized):
ἀποφλάσαι
Headword (normalized/stripped):
αποφλασαι
IDX:
14220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποφλάσαι·</span> <span class="foreign greek">ῥογχάσαι</span> (Cret., Sam.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}