Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποφάσκω
ἀποφατικός
ἀποφαυλίζω
ἀποφεῖν
ἀποφενακίζω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀποφηληκίζω
ἀπόφημι
ἀπόφημος
ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαναῖνον
ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
View word page
ἀποφηληκίζω
ἀποφηληκίζω: ἀποπλανάω, AB 439 , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποφηληκίζω
Headword (normalized):
ἀποφηληκίζω
Headword (normalized/stripped):
αποφηληκιζω
IDX:
14201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14202
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποφηληκίζω</span>: <span class="foreign greek">ἀποπλανάω,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 439 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}