ἀποφατικός
ἀποφᾰτικός, ή, όν,(ἀπόφημι)
A). negative, opp. καταφατικός, λόγος Cat. 12b8 , cf. , 2.55 69 ; ἐπίρρημα Synt. 245.24 . Adv. -κῶς APr. 64a14 ; also written for ἀποφαντικῶς, Pron. 27.16 .
II). conclusive, (vi A.D.). 5.1902v