Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδιοργάνωτος
ἀδιόρθωτος
ἀδιοριστία
ἀδιόριστος
ἀδιούνιος
ἀδιπλασίαστος
ἀδίπλαστος
ἀδίπλωτος
ἄδις
ἀδίστακτος
ἀδίστονον
ἀδιύλιστος
ἀδίχαστος
ἀδιψέω
ἄδιψος
ἀδίωκτος
ἀδιώμοτος
ἀδμαίνειν
ἀδμής
ἀδμῆτις
ἄδμητος
View word page
ἀδίστονον
ἀδίστονον· οἰκτρὸν στένοντα, Hsch., EM 18.30 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδίστονον
Headword (normalized):
ἀδίστονον
Headword (normalized/stripped):
αδιστονον
IDX:
1418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1419
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδίστονον·</span> <span class="foreign greek">οἰκτρὸν στένοντα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 18.30 </span>.</div><br><br>'}