Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπουσιάζω
ἀποφαγεῖν
ἀποφαιδρύνω
ἀποφαίνω
ἀποφαλακρόομαι
ἀπόφανσις
ἀποφαντέον
ἀποφαντικός
ἀπόφαντος
ἀποφάργνυμι
ἀπόφαρσις
ἀπόφασις
ἀπόφασις
ἀποφάσκω
ἀποφατικός
ἀποφαυλίζω
ἀποφεῖν
ἀποφενακίζω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
View word page
ἀπόφαρσις
ἀπόφαρσις· ἡ ἑταίρα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόφαρσις
Headword (normalized):
ἀπόφαρσις
Headword (normalized/stripped):
αποφαρσις
IDX:
14188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14189
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόφαρσις·</span> <span class="foreign greek">ἡ ἑταίρα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}