Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπουσία
ἀπουσιάζω
ἀποφαγεῖν
ἀποφαιδρύνω
ἀποφαίνω
ἀποφαλακρόομαι
ἀπόφανσις
ἀποφαντέον
ἀποφαντικός
ἀπόφαντος
ἀποφάργνυμι
ἀπόφαρσις
ἀπόφασις
ἀπόφασις
ἀποφάσκω
ἀποφατικός
ἀποφαυλίζω
ἀποφεῖν
ἀποφενακίζω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
View word page
ἀποφάργνυμι
ἀποφάργνῡμι,
A). v. ἀποφράγνυμι.


ShortDef

fence off (LSJ ἀποφράγνυμι)

Debugging

Headword:
ἀποφάργνυμι
Headword (normalized):
ἀποφάργνυμι
Headword (normalized/stripped):
αποφαργνυμι
IDX:
14187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14188
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποφάργνῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀποφράγνυμι.</span> </div> </div><br><br>'}