Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπούλωτος
ἀπουραγέω
ἀποῦραι
ἀπούρας
ἄπουργοι
ἀπουρέω
ἀπούρημα
ἀπούρησις
ἀπουρία
ἀπουρίζω
ἀπουρικτικῶς
ἄπουρος
ἀπουρόω
ἄπους
ἀπουσία
ἀπουσιάζω
ἀποφαγεῖν
ἀποφαιδρύνω
ἀποφαίνω
ἀποφαλακρόομαι
ἀπόφανσις
View word page
ἀπουρικτικῶς
ἀπουρ-ικτικῶς·
ἀφελομένως,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπουρικτικῶς
Headword (normalized):
ἀπουρικτικῶς
Headword (normalized/stripped):
απουρικτικως
IDX:
14173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14174
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπουρ-ικτικῶς·</span> <span class="foreign greek">ἀφελομένως,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}