Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
ἀποτρυγίζω
ἀποτρύζω
ἀποτρυπῶν
ἀποτρύχω
ἀποτρύω
ἀποτρώγω
ἀποτρωμάξαι
ἀπότρωξις
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτυλόω
ἀποτύμβιος
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυμπανισμός
ἀπότυπος
ἀποτυπόω
ἀποτύπτω
View word page
ἀποτρωμάξαι
ἀπο-τρωμάξαι
:
ἀποφράξαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποτρωμάξαι
Headword (normalized):
ἀποτρωμάξαι
Headword (normalized/stripped):
αποτρωμαξαι
IDX:
14140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14141
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-τρωμάξαι</span>: <span class="foreign greek">ἀποφράξαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}